περατικά

περατικά
περατικός
coming from abroad
neut nom/voc/acc pl
περατικά̱ , περατικός
coming from abroad
fem nom/voc/acc dual
περατικά̱ , περατικός
coming from abroad
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περατικός — ή, ό / περατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περώ] 1. αυτός που κατοικεί στο απέναντι μέρος ή αυτός που προέρχεται από το απέναντι μέρος, από την απέναντι όχθη ή ακτή 2. ξένος, ξενικός νεοελλ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περατικά (ενν. μέρη) (στο Βυζάντιο)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”